- ἱματιοπῶλις
- ἱματιο-πῶλις, ιδος, ἡ,; ἡ ἱματιόπωλις ἀγορά, Kleidermarkt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἱματιόπωλις — clothes dealer fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματιοπώλιδος — ἱματιόπωλις clothes dealer fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιματιοπώλης — ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, ιδος) πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο πώλης, μυρο πώλης] … Dictionary of Greek